- κελαινόφρων
- κελαινόφρων, -ον (Α)αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].
Dictionary of Greek. 2013.